- ιντερφερόνη
- η(βιοχ.) πρωτεϊνική ουσία η οποία συντίθεται πολύ γρήγορα από έναν ιό στο εσωτερικό ενός προσβεβλημένου κυττάρου και η οποία χάρη στη διάχυσή της εμποδίζει την είσοδο και τον πολλαπλασιασμό τού ίδιου ιού και ιών άλλων ειδών μέσα σε άλλα κύτταρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interferon < interfere «παρεμβαίνω» + κατάλ. -on].
Dictionary of Greek. 2013.